-
1 βολή
βολή, ἡ, der Wurf (s. βάλλω); Hom. dreimal, Odyss. 17, 283 οὐ γάρ τι πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων, 24, 161 ἀλλ' ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἔνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν; übertr., vom Blicke der Augen 4, 150 κείνου γὰρ τοιοίδε πόδες τοιαίδε τε χεῖρες ὀφϑαλμῶν τε βολαὶ κεφαλή τ' ἐφύπερϑέ τε χαῖται. – Hesiod. Th. 683 ἔνοσις δ' ἵκανε βαρεῖα Τάρταρον, ποδῶν τ' αἰπεῖα ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων· ἃς ἄρ' ἐπ' ἀλλήλοις ἵεσαν βέλεα στονόεντα; κεραύνιοι Aesch. Spt. 412, wie Eur. Troad. 92; Lycophr. 560; πέτρων Eur. Or. 59; ἀκοντίου Xen. Hell. 4, 5, 15; ἀγκίστρου Plut. Sol. 26; βελέων Opp. Cyn. 3, 137. Uebertr., Blick, βλεμμάτων Aesch. frg. 224; vgl. Herodian. 1, 7, 9; ἡλίου, Sonnenstrahlen, Soph. Ai. 877; Eur. Or. 1259; Ap. Rh. 1, 607; χιόνος Eur. Bacch. 661; χρυσοῦ Ep. ad. 189 ( App. 256); übh. = βέλος, z. B. ἔρωτος Ep. ad. 18 (XII, 160). Bei Theophr. ἀνϑῶν, das Abwerfen, Verlieren.
-
2 ἐνίσσω
ἐνίσσω, nur praes. u. impf., = ἐνίπτω, anfahren, schelten, ἐκπάγλοις, αἰσχροῖς ἐπέεσσι, ὀνειδείοισι, Il. 15, 198. 22, 497. 24, 238; auch von thätlichen Mißhandlungen, ἔπεσίν τε κακοῐσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν, mit Schmähreden u. Würfen fuhren wir auf ihn los, Od. 24, 161; dah. ἐνισσόμενος, gemißhandelt, ib. 163.
-
3 ἐνίσσω
A attack, reproach,ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν ἐνισσέμεν Il.15.198
;ὀνειδείοισιν ἐνίσσων 22.497
;ἔπεσσ' αἰσχροῖσιν ἐνίσσων 24.238
: also generally, maltreal,ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν Od.24.161
:—[voice] Pass., βαλλόμενος καὶ ἐνισσόμενος ib. 163. -
4 ἐνίσσω
ἐνίσσω, anfahren, schelten; auch von tätlichen Mißhandlungen, ἔπεσίν τε κακοῐσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν, mit Schmähreden u. Würfen fuhren wir auf ihn los; dah. ἐνισσόμενος, gemißhandelt
См. также в других словарях:
ενίσσω — ἐνίσσω (Α) παράλλ. τ. τού ενίπτω* 1. επιπλήττω, ονειδίζω, προσβάλλω 2. κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ ἔπεσίν τε κακοῑσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῆσιν» τόν προσβάλλαμε, τόν κακομεταχειριζόμαστε με κακούς και προσβλητικούς λόγους και χτυπήματα, Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek